Θεοδώρα Λούφα-Τζοάννου

facebook
 


Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821

mi7

… «Όλοι τούτοι», και δείχνει τον Σέκερη, «με φωνάζουν Καπετάνιο μπροστά μου και Γέρο πίσω μου. Εσύ, αν θέλεις, λέγε με “Παππούλη”. Άλλωστε, εγγόνι μου είσαι κι εγώ έχω το δικαίωμα ν’ ακούσω αυτή τη γλυκιά λέξη έστω για μια φορά στη ζωή μου».
«Παππούλη!» κάνει ξαφνιασμένος ο Νικόλας. «Αλήθεια; Μπορώ; Έχω το δικαίωμα και την τιμή να αποκαλώ Παππούλη τον Κολοκοτρώνη!»
«Το δικαίωμα, όπως το λες, το ’χεις από τη γενιά σου. Ελληνόπουλο δεν είσαι; Ε, λοιπόν, είσαι εγγόνι μου. Και μην τολμήσεις να με πεις αλλιώς γιατί χάθηκες».
Και μεμιάς, «παππούς», «εγγονός» και Σέκερης βρίσκονται σφιχταγκαλιασμένοι, να γιορτάζουν το σμίξιμο των αιώνων σε μια στιγμή, να πανηγυρίζουν την αιωνιότητα της φυλής και να ονειρεύονται τη συνέχεια της ζωής και της ιστορίας. Και όταν χορταίνουν οι ψυχές τους, κάθονται όλοι μαζί στον χαμηλό σοφά και αρχίζουν μια μακριά συζήτηση.
Ο Σέκερης ρωτά τον Γέρο για το ταξίδι του, για το πως νιώθει που ξαναβρίσκεται στον Μοριά και κυρίως τι γίνεται με τις προετοιμασίες. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του, μένει για λίγο συλλογισμένος κι ύστερα απαντά χαμογελώντας.
«Ρωτάς πώς νιώθω; Πού να βρω λόγια να σου το πω, γιε μου; Να, σαν να ’φυγε ένας βράχος που πλάκωνε τα στήθια μου και για πρώτη φορά από τότε που ένιωσα τον κόσμο να μπορώ να ανασαίνω λεύτερα. Όσο για το ταξίδι μου, ούτε που θυμάμαι πώς ήταν. Μάλλον έφτασα πετώντας όταν πήρα την ειδοποίηση να γυρίσω πίσω».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Μια σφαίρα βρίσκει τον αδελφό του, τον Δήμο και τον ξαπλώνει νεκρό. Ο Διάκος τρέχει κοντά του, βάζει οχύρωμα το άψυχο κορμί του αδερφού του και μάχεται με μανία, πυροβολώντας ταυτόχρονα με το τουφέκι και με την πιστόλα του. Κάποια στιγμή ο Νικόλας βλέπει με φρίκη το τουφέκι του να κοκκινίζει από το πύρωμα και να αχρηστεύεται. Το ίδιο συμβαίνει σε λίγο και με την πιστόλα του. Τα πετάει μακριά, σέρνει το σπαθί του και συνεχίζει.
Μια σφαίρα όμως, σπάζει το σπαθί, ενώ μια δεύτερη, τον βρίσκει στον ώμο και τον τσακίζει. Με το ένα του χέρι άχρηστο και άοπλος πια, πέφτει στα χέρια των αντιπάλων του, που τον αρπάζουν και τον οδηγούν στον Βρυώνη. Τα πόδια του δεν τον κρατούν, μα η περηφάνια του δεν του επιτρέπει να λυγίσει. Δαγκώνει τα χείλη και προχωρά μέχρι το αρχηγείο του Πασά.
«Εσύ ’σαι ο Διάκος;» ρωτά εκείνος με θαυμασμό, που μάταια προσπαθεί να κρύψει.
«Εγώ», του αποκρίνεται μονολεκτικά, ορθώνοντας το κορμί του.
«Και τι σας έπιασε, ορέ, και πήρατε τ’ άρματα;» «Τη λευτεριά μας γυρεύουμε, Πασά, γι’ αυτήν πολεμάμε». «Είσαι παλικάρι, ορέ Διάκο, μα θα χαθείς ανώφελα. Παράτα τα κι έλα μαζί μας. Γίνε Τούρκος, μπρε, και ό,τι γυρέψεις είναι δικό σου».
Ο Διάκος τον κοιτάζει ανέκφραστος για λίγο κι ύστερα του απαντά ήρεμα:
«Ούτε εγώ το θέλω ούτε εσένα ωφελεί να σε δουλέψω. Εγώ Έλληνας γεννήθηκα κι Έλληνας θα πεθάνω. Κάμε λοιπόν ό,τι νομίζεις και μη χάνεις τον χρόνο σου». Ο Ομέρ, τον κοιτάζει αμίλητος. Τον θαυμάζει. Φαίνεται στο βλέμμα του, μα δεν τολμά να του φερθεί ανάλογα για να μην τον κατηγορήσουν οι δικοί του.
Και προφανώς, για να βγάλει την ευθύνη από πάνω του, τον στέλνει στον Κιοσέ Μεχμέτ, που και εκείνος προσπαθεί να τον πείσει να προσκυνήσει. Έμπειροι στρατιωτικοί και οι δύο, γνωρίζουν πολύ καλά την εντύπωση που θα δημιουργούσε μια λιποταξία του Διάκου. Είναι ξακουσμένος, σπου- δαίος ανάμεσα στους Ρωμιούς και θα ήταν μεγάλη επιτυχία για τους σκοπούς τους αν γινόταν δικός τους.
Και οι δικές του όμως προτάσεις, έχουν την ίδια αντιμετώπιση από τον Διάκο, που χάνοντας την υπομονή του, ξεσπά με θυμό στα ταξίματά του:
«Να πάτε να χαθείτε κι εσείς και η πίστη σας! Γεννήθηκα Έλληνας, το ξαναείπα, κι Έλληνας θα πεθάνω». Ο Νικόλας που παρακολουθεί με πιασμένη την ανάσα, όλη αυτή την περιπέτεια, ανατριχιάζει σύγκορμος με την αντίδραση του ήρωα, γιατί νιώθει ότι με τα λόγια του υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ καλεί τον σεΐζη του (ιπποκόμο-υπηρέτη) και του λέει:
«Πάρ’ τονε, ορέ, τον γκιαούρη (άπιστο) και ρίχ’ τονε στα σίδερα».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Από εμένα τον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα των ακαταμάχητων Ελληνικών στρατευμάτων, εις εσένα τον Μουσταφά Κεχαγιά Βελή:… Νόμισες ότι επειδή πέρασες εύκολα στον Μοριά με τους μισθοφόρους σου, θα μας τρόμαζες και με ανόητη υπερηφάνεια τόλμησες να χτυπήσεις τον ηρωικό στρατό μας στο Βαλτέτσι, με αποτέλεσμα να πάθεις όσα έπαθες και να πάρεις στον λαιμό σου τους δικούς σου. Σου στέλνω λοιπόν αυτό το γράμμα για να “σπάσετε πλάκα”, γιατί εμείς έχουμε διαταγή από τον Πρίγκιπα να πολεμήσουμε όχι μόνο τους Τούρκους, αλλά και όσους από τους δικούς μας σκέφτονται σαν εσάς. Αυτά σου είναι αρκετά για να καταλάβεις και να ξέρεις ότι, αν δεν υπακούσεις να παραδώσεις τα άρματα, θα σου τα πάρουμε με την ανδρεία μας. Και αν θέλεις δοκίμασε άλλη μία φορά, παλικαρίσια, αν σου βαστά, να έλθεις σαν παλικάρι ταχτικά κατά πάνω μου. Αλλιώς έρχομαι εγώ κατά πάνω σου αφού θα σε έχω προειδοποιήσει μία ημέρα πρωτύτερα για να ετοιμασθείς. Αυτά και καλή αντάμωση στο σαράγι σου μέσα.

Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, πρώτο έτος ελευθερίας».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… «Κάποτε οι κρότοι σταματούν. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται πια είναι το λαχάνιασμα των ζωντανών, οι κραυγές των τραυματισμένων και οι σάλπιγγες που δίνουν το σήμα του τέλους της μάχης. Μιας μάχης που στοίχισε χίλιους διακόσιους νεκρούς στον Ιμπραήμ και οχτακόσιους στους Έλληνες. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, που έπεσε με το σπαθί στο χέρι. Είναι 20 Μαΐου του 1825. Καρδιά της άνοιξης και η φύση έχει τους δικούς της κανόνες. Ένα δροσερό αεράκι παίρνει μακριά τους καπνούς, δροσίζει τα φλογισμένα πρόσωπα των ζωντανών και χαϊδεύει τα δέντρα που φουρφουρίζουν ειρηνικά. Και ανάμεσα στη φρίκη και την ηρεμία, ο νικητής Ιμπραήμ πλησιάζει το ταμπούρι του αντιπάλου του αναζητώντας το άψυχο σώμα του. Το βρίσκουν, μα χωρίς το κεφάλι του, που έχει αποκοπεί. Διατάζει να το βρουν, να το πλύνουν και να το τοποθετήσουν στη θέση του. Και όταν οι εντολές του εκτελούνται, πλησιάζει, στέκεται μπροστά στον νεκρό αντίπαλό του και παρατηρεί εντυπωσιασμένος το «ολοζώντανο» πρόσωπο με τα ολάνοιχτα μάτια, τα σφιγμένα χείλη και την τρομαχτική αποφασιστικότητα που εκπέμπει η έκφρασή του. Λένε ότι αφού έμεινε για κάμποσο ακίνητος, πλησίασε, έσκυψε και ασπάστηκε τον νεκρό».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

… «Γεώργιε, θα ζήσει;»
Ο Σέκερης τον αγκαλιάζει στοργικά και αναλαμβάνει και πάλι τον άχαρο ρόλο να του πει πικρές αλήθειες. «Όχι, Νικόλα μου. Ο ανυπότακτος Καραϊσκάκης, ανήμερα της γιορτής του, έχασε τη σπουδαιότερη μάχη της ζωής του. Τη μάχη για τη δική του ζωή. Αυτή η απώλεια, μας καταρράκωσε όλους και περισσότερο τον Κολοκοτρώνη, που τον πίστευε, τον προστάτευε και τον αγαπούσε παρ’ όλες του τις ιδιορρυθμίες και τα ξεσπάσματα. Μου είπαν ότι μόλις πληροφορήθηκε το θλιβερό νέο για τον θάνατο του αγαπημένου του Γιωργή, έπεσε καταγής, σταύρωσε τα πόδια οκλαδόν, έλυσε τα μαλλιά του και τον μοιρολογούσε κλαίγοντας μέχρι την άλλη μέρα τα χαράματα. Κάποιος από τους άντρες του πλησίασε και του είπε: “Φτάνει, Καπετάνιε μου! Ούτε το παιδί σου δεν έκλαψες έτσι!” Και ο Κολοκοτρώνης τού απάντησε: “Τότε έκλαιγα το παιδί μου. Τώρα κλαίω την Πατρίδα”».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

… Καλή Αντάμωση

... «Κι έτσι, Νικόλα μου, μετά από θυσίες και ολοκαυτώματα, μετά από δοκιμασίες, που έμοιαζαν αξεπέραστες, που κάποιες στιγμές μάς έκαμψαν, αλλά δεν μας σταμάτησαν, καταφέραμε ώστε “ένας τόπος κι ένας χώρος, να ματαειπωθεί Ελλάς”, όπως λέει ο Μακρυγιάννης. Και τώρα, μπορείς να βάλεις και την Τελεία και την Παύλα που με τόση λαχτάρα επιθυμούσες».
Ο Νικόλας, χαμένος ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα δεν ξέρει αν χαίρεται ή αν λυπάται. Και μουδιασμένος ρωτά ψιθυριστά: «Και τώρα, Γεώργιε, λέμε αντίο;» Ο νεαρός ήρωας γονατίζει μπροστά του, τον αγκαλιάζει και του λέει με βεβαιότητα:
«Τώρα, πολύτιμε συνταξιδιώτη μου, λέμε Καλή Αντάμωση!» Και χάνεται από τα μάτια του.»